< 1 ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπτος >
2 ἀπρόσκοπος
,
-ον
1
inexplorado
ὁδός
LXX
Si
.32.21
•
inesperado
συνδρομαί
LXX 3
Ma
.3.8.
2
que no prevé
μοῖρ' ἀ. βροτῶν
A.
Eu
.105.